- βλέμματος
- βλέμμαlookneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στραβισμός — (Ιατρ.). Εμφανής απόκλιση της φυσιολογικής διεύθυνσης του βλέμματος ενός ή και, σε μερικές περιπτώσεις, των δύο οφθαλμών. Σε συνθήκες ανατομικής και λειτουργικής ακεραιότητας, οι οφθαλμοκινητικοί μύες, που κατευθύνουν το μάτι προς όλες τις… … Dictionary of Greek
σύγκλιση — η / σύγκλισις, ίσεως, ΝΑ [συγκλίνω] η κατεύθυνση από διάφορα σημεία προς ένα και το ίδιο σημείο νεοελλ. 1. βιολ. ομοιότητα μορφής μεταξύ δύο ειδών τα οποία ζουν στο ίδιο περιβάλλον, μετατίθενται με τις ίδιες διαδικασίες, αν πρόκειται για ζώα,… … Dictionary of Greek
беззьрѣньѥ — БЕЗЗЬРѢНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. ?: красота же имъ толика предъста. ѩко же и ѡ(т) ступаньѩ. и ѡ(т) безрѣньѩ. и ѡ(т) гласа. оудивити могуще зрѩщихъ. ѩко же бо образъ любомоудрьѩ всего. вседивиму быти подобаѥть. (ἀπὸ... τοῦ βλέμματος) ПНЧ XIV, 93в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… … Dictionary of Greek
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek
αμαυρός — ἀμαυρός, ά, όν (AM) θαμπός, σκοτεινός μσν. (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα αρχ. 1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης 2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός 3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος,… … Dictionary of Greek
γλαύκα — και γλαύξ (γλαυκός), η (AM γλαύξ, Α και γλαῡξ) 1. η κουκουβάγια, νυκτόβιο αρπακτικό τής τάξης γλαυκόμορφα ή στιγγόμορφα 2. φρ. «κομίζει γλαύκα εις Αθήνας», «γλαῡκ Ἀθήναζε», «γλαῡκ ἐς Ἀθήνας» παρουσιάζει ως νέο κάτι πασίγνωστο, κάνει κάτι εντελώς… … Dictionary of Greek
ενατένιση — η (AM ἐνατένισις) έντονη παρατήρηση, προσήλωση τού βλέμματος νεοελλ. μάθηση δι αποκαλύψεως («έφτασαν ώς την ενατένιση τής αλήθειας», Ζ. Παπαντ.) … Dictionary of Greek
επέρειση — η (AM ἐπέρεισις) [επερείδω] στήριξη αρχ. 1. (για αίσθημα) σύγκρουση 2. διεύθυνση βλέμματος … Dictionary of Greek
λυχνομαντεία — Μαντική μέθοδος της αρχαιότητας, με τη χρήση λύχνων (βλ. λ. λύχνος). Ο μάντης υπνωτιζόταν παρακολουθώντας επίμονα το φως του λύχνου και στήριζε τον χρησμό του στον τρόπο με τον οποίο έκαιγε ο λύχνος. Συνήθως ο μάντης φορούσε ειδικά ρούχα, κόκκινα … Dictionary of Greek